- συγκρητισμός
- συγκρητισμόςunionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… … Dictionary of Greek
συγκρητισμός — ο συγχώνευση διάφορων θρησκειών και τύπων λατρείας: Στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες οι ανατολικές θρησκείες διαδόθηκαν στη Pωμαϊκή αυτοκρατορία και παρουσιάστηκε το φαινόμενο του θρησκευτικού συγκρητισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκρητισμόν — συγκρητισμός union masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Syncretism — For the linguistic term, see syncretism (linguistics). Syncretism (English pronunciation: /ˈsɪŋkrətɪzəm/) is the combining of different beliefs, often while melding practices of various schools of thought. The term means combining , but see below … Wikipedia
Sincretismo — Un sincretismo es un intento de conciliar doctrinas distintas. Comúnmente se entiende que estas uniones no guardan una coherencia sustancial. También se utiliza en alusión a la cultura o la religión para resaltar su carácter de fusión y… … Wikipedia Español
Синкретизм — В Викисловаре есть статья «синкретизм» Синкретизм (лат. syncretismus, от … Википедия
Религиозный синкретизм — У этого термина существуют и другие значения, см. Синкретизм. Традиционные религии Ключевые поня … Википедия
Синкретизм (лингвистика) — У этого термина существуют и другие значения, см. Синкретизм. Синкретизм (греч. συγκρητισμός) в языкознании постоянное объединение в одной форме нескольких значений или компонентов значения, разделённых между разными формами в соотносимых с … Википедия
Sincretismo — (Del gr. synkretismos.) ► sustantivo masculino 1 FILOSOFÍA Sistema filosófico que trata de conciliar doctrinas diferentes. 2 Mezcla o unión de elementos o cosas diferentes. SINÓNIMO fusión 3 GRAMÁTICA Concentración de dos o más funciones… … Enciclopedia Universal